- προστρόπαιος
- και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, -ον, Α [προστροπή]1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιουβ) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο επιζητώντας εξαγνισμό (α. «ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον», Αισχύλ.β. «θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῑν ἔχων κόμας ἐμάς», Σοφ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προστρόπαιοςα) ικέτης που ζητά εκδίκηση («προστρόπαιος ἑστίας μολὼν πάλιν τλήμων Θυέστης», Αισχύλ.)β) μιαρός άνθρωπος («ὅστις κτανὼν μητρὸς γεραιὸν πατέρα προστρόπαιος ὤν ἔγημε τὴν τεκοῡσαν», Ευρ.)γ) μίασμα («οὐδενὶ οὐδὲν προστρόπαιον καταλείψει», Αντιφ.)δ) (με παθ. σημ.) θεός προς τον οποίο απευθύνεται κανείς ζητώντας εκδίκηση, εκδικητής θεός («οἱ τῶν θανόντων προστρόπαιοι», Αντιφ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστρόπαιονη ενοχή4. φρ. α) «προστρόπαιος τῆς πόλεως» — αυτός που επιφέρει μίασμα στην πόληβ) «προστρόπαιον αἷμα» — ενοχή για φόνο («καὶ τῷδε προστρόπαιον αἷμα προσβολών», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.